κατευοδώσω

κατευοδώσω
κατευοδόω
bring prosperity
aor subj act 1st sg
κατευοδόω
bring prosperity
fut ind act 1st sg
κατευοδόω
bring prosperity
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατευοδώνω — ωσα, ώθηκα, κατευοδωμένος, η, ο, και καταβοδώνω 1. κατευθύνω κάποιον σε καλό δρόμο, σε αίσιο τέλος, κατορθώνω, πραγματοποιώ. 2. (συνήθ. σε ευχή), εύχομαι σε κάποιον κατευόδιο, καλό ταξίδι, τον ξεπροβοδίζω, τον ξεβγάζω: Θα σε κατευοδώσω ως την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”